- φιλοπονηρία
- φῐλοπον-ηρία, ἡ,A love of bad men and actions, Thphr.Char.29.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοπονηρία — φιλοπονηρίᾱ , φιλοπονηρία love of bad men and actions fem nom/voc/acc dual φιλοπονηρίᾱ , φιλοπονηρία love of bad men and actions fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπονηρία — ἡ, ΜΑ [φιλοπόνηρος] η ιδιότητα τού φιλοπόνηρου … Dictionary of Greek
φιλοπόνηρος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει τάση προς το πονηρό 2. φίλος πονηρών ανθρώπων 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοπόνηρον η φιλοπονηρία*. επίρρ... φιλοπονήρως Μ με φιλοπονηρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πονηρός] … Dictionary of Greek